Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2011

Το μεγάλο κύμα



Το μεγάλο κύμα

Έχω ξαπλώσει ανάσκελα
               στη μυρωδιά του χόρτου
Κι’ η λύπη στάζει διάφανη
         δροσοσταλιά, απ’ τ’ αστέρια
Αφού όλα γίνονται μακριά
                               και χωρίς εμένα,
φυλάω σ’ ένα κοχύλι
την απόγνωση της θάλασσας
                           στο μεγάλο κύμα

Εκεί άκουσα την κραυγή
που μου ‘στειλε
                          η απεραντοσύνη
και στράφηκα στο έλασσον

Εκεί στο μυστικό δείπνο
                                  της ασάφειας
όπου το ηλεκτρόνιο χάνει
                                  τη θέση του
κι ο χάρος το σκοπό του

Εκεί ο νεκροζώντανος χάνομαι
στο νόμο
               του απροσδιόριστου
που κρύβεται στη σταθερά  
                             του ελαχίστου

Όμως εσύ επιμένεις να ταξιδεύεις
σαν κομήτης
              λάμποντας την ουρά σου
Κι ας μη σε κατοικώ εγώ
                              εσύ υπάρχεις
Κι όσο η ύπαρξη σου λαμπιρίζει
ένα κεράκι θα φωτίζει
                           την μοναξιά μου

                               27 Αυγούστου 2011
                            Γιάννης Ποταμιάνος

Τρίτη 23 Αυγούστου 2011

Ο Σχοινοβάτης



Ο Σχοινοβάτης
                 Του Γιάννη Ποταμιάνου
Στις τεντωμένες κλωστές
                        των πόθων του
ακροβατεί, χωρίς κοντάρι 
Στις αντινομίες της λογικής του
αιωρείται, δίχως δίχτυ
Με ανοιχτά τα χέρια ισορροπεί  
στις ψευδαισθήσεις του

Χτίζει με αγάπη, πολύχρωμα
                               ηδυόνειρα
Αρμοδένει
συναισθηματικά τρίγωνα
                  και λογικά τετράγωνα
Θέλγει ο θαλερός φαλλός
                τις θηλυκές ελλείψεις
με αναλογίες αρμονικές,
                              χρυσή-τομες

Μα όταν  χαθεί η ισορροπία του                                  
στων άρρητων παθών
                              τις αντινομίες
Αναντίρρητος συντρίβεται  
στο πλακόστρωτο της μοναξιάς
Όπου λυτρώνει η βαρύτητα   
            τις ανάερες πτήσεις του

Αφού παιγνίδι πάντα  ο θάνατος
Οι ζητωκραυγές γίνονται
                              καρδιοχτύπια
Σπάνε τα κέρινα εκμαγεία μας
Και καθώς εξαγνίζει ο τρόμος
                                   τις ψυχές
Κι η κραυγή  
                          γίνεται ποίημα
Το ουρλιαχτό 
                          γίνεται τραγούδι

Άκρατος και άτμητος ο ήχος
                                   ξεχύνεται
στη λεωφόρο του πενταγράμμου
Και ουρλιάζει στα μεγάφωνα
                ξεκλείδωτη η μουσική

Έτσι
η τραχύτητα  της αέναης πάλης
εξοστρακίζει την αρμονία
                           κι’ ο Σχοινοβάτης
κατρακυλά
στη χαίνουσα χαράδρα
των αγεφύρωτων προσώπων του


        17 Ιανουαρίου 2010
         Γιάννης Ποταμιάνος

Τρίτη 12 Ιουλίου 2011

Η Άνοιξη καίγεται στα οδοφράγματα




Η Άνοιξη καίγεται στα οδοφράγματα
     

Ας ήταν κεραυνός
         που βρόντηξε μες την καταιγίδα

Ας ήταν απλώς το καρδιοχτύπι μου
Σημασία έχουν τα νύχια
                                    του αρπακτικού
Τα νύχια που μπήχτηκαν
                                     στη σάρκα μου
και μ’ όργωσαν σαν άγονο χωράφι

Μες την αντάρα σταμάτησε ο ρήτορας
κι η συνέλευση έτρεξε
                    προς τον υπόγειο σταθμό
καταπίνοντας θειάφι και πιπερόσκονη
ίσως ήταν ο φωσφόρος
που έβαλε φωτιά στα συνθήματα
κι’ έφτυσε βήχοντας ο ρήτορας
                    το χαλίκι της ορθοφωνίας

Ίσως να ήταν και η Ιστορία
που ‘βαλε φωτιά στα οδοφράγματα
Ας ξεφυσάνε τα πνευμόνια αίμα
Ας βγαίνουν απ’ τη θολούρα
                   καρχαρίες σιδερόφρακτοι
Ας πέφτουν στο μπουλούκι οι γλάροι
Όπως πάντα
μετά το πρώτο ξάφνιασμα
                            ο φόβος δραπετεύει
κι’ έρχεται κεραύνια η ταξική πάλη
να πυρπολεί τα όνειρα
                      στις γειτονιές των πόθων

Γι αυτό, όσο κι’ αν γεράσαμε
φυλάμε μες στις τσέπες μας
        δυο χελωνόδερμες χειροβομβίδες
Κι ένας επίμονος κορυδαλλός
                       στο στήθος μας φωνάζει:
«κάτω ο φασισμός
              κάτω η εκμετάλλευση»,
                          «ισότητα κι ελευθερία»

Κι αν έχει δίκιο η Ιστορία
Άκαυτη βάτος είναι η Άνοιξη,
         που καίγεται στα οδοφράγματα
                                      των λεωφόρων


                       10 Ιουλίου 2011
                      Γιάννης Ποταμιάνος

Τρίτη 7 Ιουνίου 2011

Με τη μοίρα των αφελών




Με τη μοίρα των αφελών
                           Του Γιάννη Ποταμιάνου

Με τη μοίρα των αφελών
                             πορεύτηκα
στις γειτονιές του φεγγαριού

Εραστής της αθωότητας
                 στις λέξεις ξοδεύτηκα
Τη λαχτάρα μου κομίζοντας
Στον ώμο της στέρησης
                                  αφέθηκα

Απ των αλόγων τα ήρεμα,
                           λυπημένα μάτια
την μελαγχολία μου ενωτίστηκα

Κι’ η αγάπη μου η άδολη
των κοριτσιών
             τα σκονισμένα γόνατα
                                    προσκύνησε

Στου χορταριού την οσμή
                                και τη γεύση
η λαχτάρα μου υποκλίθηκε
Όταν σκύμνος λιπόσαρκος,
             ημίγυμνος βλαστολογούσα

Στου μελωδού τις κλίμακες
υψηπετούσαν
              οι σεμνές ματιές μου
Καθώς με τα πρώτα καρδιοχτύπια
ιερουργούσε η αγνότητά μου
                                  τον έρωτα

Αγάπη μυστική και ανομολόγητη
Πηγές αστείρευτες
                       τα υγρά μου μάτια

Με τη μοίρα των αφελών
                              πορεύτηκα
στις γειτονιές του κόσμου
σφάζοντας στο γόνατο
               τα παιδικά μου όνειρα
σαν τα αρνιά του Πάσχα

                 21 Μαΐου 2011
               Γιάννης Ποταμιάνος



Σάββατο 28 Μαΐου 2011

Έρχονται απ’ το μέλλον



Έρχονται απ’ το μέλλον
-------- Του Γιάννη Ποταμιάνου

Έρχονται,
---- έρχονται μέσα στο θέρος
οι κατατρεγμένοι,
------- οι αποδιοπομπαίοι,
------------------- οι μοναχικοί
Όσοι στον καύσωνα μέσα
------------------- οδοιπορούν
Όσοι στους γλαυκούς παγετώνες
------------------- ορειβατούν

Οι ουρανόμηκες,
οι ωτακουστές που αφουγκράζονται
------------------- του αϊτού το πέταγμα

Οι φωτολάγνοι
που λαχταρούν της αστραπής
------------------- το ξάφνιασμα

Έρχονται
----- έρχονται οι πουλημένοι
στις αγορές των σωμάτων
Οι ρότορες της κίνησης
-------------- των διανοημάτων
οι αντίθετοι πόλοι
---- της διαλεκτικής
--------------- των νοημάτων

Έρχονται
---- τραντάζοντας την νηνεμία
οι αιθεροβάμονες γλάροι
---- με την αρμύρα στο στόμα
Έρχονται
---- με του αμνού την ηρεμία
οι μύστες των ιδεών

Έρχονται, έρχονται
Οι κτίζοντες σταλαγμίτες
---- με την υπομονή της σταγόνας
Έρχονται
Οι σμιλευτές των βράχων
------- με την επιμονή των ανέμων
Έρχονται
Οι ηλιολάγνοι και οι κρασοποιοί
------ που κρατάνε τη φλόγα
------------- στην καρδιά αναμμένη

Έρχονται
έρχονται ψιθυρίζοντας
------------- όνειρα μυστικά
Οι προφήτες των εικασιών
Οι την μοίρα προλέγοντες,
--------------- οι δαφνοφάγοι
Έρχονται κομίζοντας
------ τα νέφη της καταιγίδας
Έρχονται με την ελπίδα της βροχής

Έρχονται
έφτασαν οι κυνηγημένοι ταύροι
---------- με την αστραπή στο μάτι
Έφτασαν καλπάζοντας
Να! Ορμάνε στην αρένα κυνηγώντας
---------- τους έντρομους ταυρομάχους

--------------- 24 Μαΐου 2011
------------- Γιάννης Ποταμιάνος

Τετάρτη 25 Μαΐου 2011

Οι εναπομείναντες



Οι εναπομείναντες
Του Γιάννη Ποταμιάνου


Ξανάρθαν απόψε
να μου θυμίσουν το παλιό μου χρέος
Κρατιόνταν χέρι με χέρι
σαν τις Σουλιώτισσες στο Ζάλογγο

Κι’ η νύχτα νοτισμένη
με ιδρώτα και μνήμες

Έσερναν το χορό ανάεροι
κι έπεφταν στο κενό ένας ένας
................. λαμπιρίζοντας
Σαν πεφταστέρια
Η αυτοθυσία τους να φωτίζει
................... το αύριο
κάθε σύντροφος και λαμπάδα
να φωτίζει τα όνειρα

Μα όσο πλησιάζει το πρωί
οι Σουλιώτισσες λιγοστεύουν
Τελειώνουν τα τραγούδια
κι’ η μέρα ξεχωρίζει τα χέρια

Σφίγγουν οι παλάμες σε γροθιές
να φοβερίζουν τη μέρα
καθώς ανοίγουν οι κουρτίνες
και μπαίνει απ’ τις γρίλιες η ζωή

Τότε φεύγουν ένας ένας λυπημένοι
κι’ οι εναπομείναντες ονειροφύλακες.
Περιμένουν την επόμενη νύχτα,
για να ξοφλήσουν
........... το παλιό τους χρέος
Να γίνουν στα όνειρα ολοκαύτωμα

12 Δεκεμβρίου 2010
Γιάννης Ποταμιάνος

Τρίτη 24 Μαΐου 2011

Μνήμες



Μνήμες
Του Γιάννη Ποταμιάνου

Εξαϋλώθηκε η ζωή κι έγινε μνήμη
Εικόνες που μας λυτρώνουν
τα μάτια σου
Αχ τα μάτια σου, πάντα φωτεινά
Έρχονται σε στιγμές ανύποπτες
Τρυπούν τους τοίχους και τις στέγες
Ανυπότακτες εικόνες, αναρχικές
Αμφισβητούν τους νόμους
του χωροχρόνου
Περιφρονούν την ψυχανάλυση
Και έρχονται φωτίζοντας
τα όνειρα

Κι’ αυτό το ψεύδισμα της φωνής σου
Γίνεται νανούρισμα τα βράδια
τα μοναχικά
Φλοίσβος που ψιθυρίζει μυστικά
ποιήματα
Και τα χρώματα πολλά
και τα αρώματα
Πλουτίζουν τους θρυμματισμένους πίνακες
της μνήμης
Ξεχορταριάζουν τις παλιές διαδρομές
του έρωτα

Και σπάει τα φράγματα ο χείμαρρος
Κατρακυλάει στις κοιλάδες
του προσώπου μας
Δάκρυα, μπουκέτα αρμυρής
συγνώμης
Οι μνήμες
πυρπολούνται στο καμίνι του πόθου
και φωτίζουν το έρεβος
της παρακμής μας

12 Δεκεμβρίου 2009
Γιάννης Ποταμιάνος

Κυριακή 22 Μαΐου 2011

Η νύχτα - ποίημα


Η νύχτα
      Του Γιάννη Ποταμιάνου

Η νύχτα θερίζει ανθοδέσμες
από αφανέρωτους πόθους
Στην αχαλίνωτη κόλαση
των υπόγειων διαδρομών
Τα σώματα χορεύουν τυλιγμένα
στα ολόλευκα σεντόνια
Εκτίθενται στις κόκκινες ανταύγειες
σφριγηλά,
αφημένα στις ανατριχίλες τους

Άγγελοι σαλπίζουν
στους υπνωμένους ανέμους
της ψυχής
Και ανεβαίνουν οι κλίμακες
των άνομων φαντασιώσεων
Τεντώνονται τα όρια
της προσμονής
Μέχρι να κατρακυλήσει το όνειρο
σε ονείρωξη ενοχής

Απολαμβάνει η ψυχή
την ταπείνωση
της εξάρτησης από την ύλη της
Εκθέτει τα μυστικά της
οικιοθελώς
για να γίνουν εργαλεία ηδονής,
στα χέρια του αλλότριου υποκειμένου

Απαλλοτριώνεται, χάνεται
στη συνεύρεση
με το αλλότριο
Καταβροχθίζει  λαίμαργα
κομμάτια αγάπης,
σε συμπόσιο ανθρωποφαγίας
Ώστε τα δύο εις ένα έσονται
Τα εμείς να γίνουν εγώ
ψημένα στο καμίνι της ηδονής

Λίγο πριν το λυκαυγές
διαλύσει τους μύθους
της ταύτισης
επιστρέφουν οι ψυχές
στα κελύφη των σωμάτων τους
     
                       6 Ιανουαρίου 2009
                       Γιάννης Ποταμιάνος


Κυριακή 8 Μαΐου 2011

Αμετανόητος Προμηθέας


Αμετανόητος Προμηθέας
                              Γιάννης Ποταμιάνος

Απ’ τις γαρδένιες στα γιασεμιά
Περιπολούσε το ολόγιομο
                                           φεγγάρι
Όταν ξαφνικά ένοιωσα την απουσία του
Έλειπε και πάλι το συκώτι μου

Επιταχύνθηκε η μαρμαρυγή
                                         των αστεριών
Θόλωσε το φεγγάρι
Καθώς πλήρωνα με τα σπλάχνα μου
                                           το τίμημα
Ύβρις μου η αμφισβήτηση
                             της τάξης του ουρανού
Η φωτιά που ελευθέρωσα,
                             πυρπόλησε τα νέφη
Ανατράπηκαν οι προαιώνιες ισορροπίες
Καθώς φωτίστηκε το σκοτάδι
                                        της αμάθειας

Με την ηδονή της προσφοράς
 βάλσαμο
                                        στα σωθικά μου
Άφησα το φεγγάρι αιχμάλωτο
                             στην τροχιά του
Να μετράει τους κύκλους
                         της αέναης ακινησίας του,
Και με το βάρος της έλλειψης
                                         στα σωθικά μου,
αφέθηκα στην αγκαλιά του μορφέα

Φυγάδευσα τον Ενεστώτα
                                      στον Αόριστο
Καβάλησα το παιδικό μου ποδήλατο
Και δραπέτευσα στις γειτονιές
                                       των παιδιών
Ώσπου στο καλντερίμι του ουρανού
Άκουσα τον ασύμμετρο καλπασμό
                    των αλόγων του Φαέθοντα
Και κάπου στο βάθος αφουγκράστηκα
τον αμείλικτο κεραυνό του Δία
Να επαναφέρει στην πορεία του
το εξοστρακισμένο άρμα  του Ήλιου

Όλα πια, στη θέση τους
Κι εγώ αρτιμελής αλλά αμετανόητος
                                                Προμηθέας
έστησα τον πάγκο μου στην αγορά,
για να προσφέρω και πάλι
                     το αναγεννημένο συκώτι μου
προσάναμμα στην πυρπόληση
                       της νέας τάξης των θεών

                               13 Απριλίου 2010

Τρίτη 19 Απριλίου 2011

Ο Ταύρος - ποίημα


Ο Ταύρος
                 Του Γιάννη Ποταμιάνου

Και εισόρμησε ακαταμάχητος
                                 ο ταύρος
στον ανθόκηπο της Πασιφάης
Με την θύελλα
στα μεγάλα μαύρα μάτια του
Έσπασε τους φράχτες
                  για ένα τριαντάφυλλο
Κι όταν η μυρουδιά γλύκανε
                  τα ρουθούνια του
Ήρεμος, γήινος και δίχως όνειρο
μ’ ένα παλούκι καρφωμένο
 στα πλευρά του
          επέστρεψε στους λειμώνες
μουγκανίζοντας
          την αναπόφευκτη σαϊτιά   
                              στον σβέρκο του

                             17 Απριλίου 2011
                           Γιάννης Ποταμιάνος

Σάββατο 12 Μαρτίου 2011

Με βουλιμία και χαμέρπεια


Με βουλιμία και χαμέρπεια
                         Του Γιάννη Ποταμιάνου

Σαλπίζει του κέρδους η βουλιμία
                   και εξέρχονται τα τέρατα
απ’ τη μήτρα της φιδομάνας  
                                          εξουσίας
στεφανωμένα μαύρα σύννεφα
                   και λάγνα αδηφαγία

Υποκριτές και τοκογλύφοι
             δούλοι της χαμέρπειας
στον μυστικό δείπνο της κρίσης
μοιράζονται τα ιμάτιά μας

Ένστολοι άγγελοι ρομφαιοφόροι
                                     της απώλειας
συνήχθησαν  στις παρόδους
                                     των λεωφόρων
Και πρόβλεψε ο προφήτης:
Θα ρεύσει και πάλι στην άσφαλτο
                                    το αίμα των αμνών
που εξύβρισαν την θεόσταλτη τάξη

Ο αιματοβαμμένος Ωρίων
                               στήνει το δόκανο
και αχνίζει το αίμα της άρκτου
                               στο λευκό χιόνι

Τα βογγητά της τιμιότητας
                     κοσμούν τα πεζοδρόμια
Καθώς  κατρακυλά απ’ τα μάτια
                      το αναίτιο δάκρυ
Τότε είναι που δραπετεύουν
                      απ τ’ ανοιχτό πουκάμισο
μια χούφτα όνειρα
                       και ζητούν εκδίκηση

Θα φύγουν και φέτος τα χελιδόνια
                          με την πείνα στα μάτια
Καθώς τα ένστολα ρόπαλα
                           συντρίβουν το δίκιο

Όμως αντιλαλούν οι κεραυνοί
                            της νότιας καταιγίδας
που σαρώνει την έρημο
                             με τα ξυπόλυτα  πόδια
Θρυμματισμένη στους δρόμους
                             η βούλησή μας
                             
Τη μαζεύει η χαλκέντερη ιστορία
να ράψει το πουκάμισο
                                     του μέλλοντος

Αφού αμέτρητα τα λάβαρα
                                        της οργής
που ευωδιάζουν την προοπτική μας
Αφού αρίφνητα τα χέρια,
                         που δένονται γροθιές
και διεκδικούν το μέλλον

Έφτασαν
μεσσίες, προφήτες και ντελάληδες
                  να ωριμάσουν τους καιρούς
Κι ο βροντόηχος κεραυνός
                  στέλνει σημάδι ανοξείδωτο

                            6 Μαρτίου 2011
                          Γιάννης Ποταμιάνος

Mιχάλης Κατσαρός - Στο νεκρό δάσος

Μιχάλης Κατσαρός - Αντισταθείτε (1983)

Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2011

Το στήριγμα - ποίημα


Το στήριγμα
                       του Γιάννη Ποταμιάνου

Έστησε τον ιστό της η αράχνη
Περιμένει τ’ αεράκι
                           να φυσήξει
Μεγάλο ρίσκο τα φτερά σου
Καθώς τα δίχτυα ελλοχεύουν

Για αυτό τρύγησε τα λουλούδια
Πριν βαδίσεις στ’ αραχνιασμένα
                                 μονοπάτια
Στάσου στην απεραντοσύνη
                                 του γκρεμού
και ρούφηξε το ηλιοβασίλεμα

Αφουγκράσου τη φθορά
                                 των βράχων
που σμιλεύει το κύμα
Ασύγχρονο ρολόι που μετράει
του ρευστού την υπεροχή
Και η αντοχή της ευλυγισίας
να τρώει τους γρανίτες

Αφουγκράσου τη σιωπή
πως μεγεθύνει τις κραυγές
Τα ουρλιαχτά της απόγνωσης
μπροστά στο τετριμμένο
                         άτεμνο το συνεχές
στην αέναη επανάληψή του
Και που να στηριχτείς, ενεός
προσμένοντας την επέλαση
της προελαύνουσας νύχτας;

Μοναδικό στήριγμα σου
                               η αγάπη
Αγκάλιασε το διπλανό σου,
Φύσηξε τις εισπνοές
             ονείρων και ερωτημάτων
Που μάζευες τα βράδια
στο μεταίχμιο των ύπνων σου
Και το φως θα λάμψει
             στα αλλότρια μάτια
Θα αδράξει τη σκυτάλη
                       νέος δρομέας
Και θα αναβλύσει ως δάκρυ
του βράχου, η βεβαιότητα
Πως μονόδρομος
στο αχανές έρεβος, είναι η ζωή

             2 Φεβρουαρίου 2010
              Γιάννης Ποταμιάνος