Αταξίδευτος
Ώρα
πολλή σκοτεινιασμένος
περπατάει
στο πλακόστρωτο
κουβαλάει
τις σκιές του
ανάμεσα
σε δύο φανοστάτες
πότε
μεγαλώνει η μια
πότε
θολώνει η άλλη
Ώρα
πολλή μελανοθώρητος
περπατάει
στη προκυμαία
Κουβαλάει
μισεμό και καταχνιά
ανάμεσα
σε δύο φανοστάτες
Ο
άγκυρες σηκώνονται
το
πλοίο φεύγει μουγκρίζοντας
Αυτός
μαζεύει τις σκιές του
απ’
το πλακόστρωτο
και
φεύγει αταξίδευτος
27 Ιουλίου 2012
Γιάννης
Ποταμιάνος
Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.
ΑπάντησηΔιαγραφή