Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012

Ανεξίτηλο



Ανεξίτηλο  

Πιθύμησα το χάδι εκείνο,
που τ’ ακροδάχτυλά σου
                    μου ‘δωσαν κρυφά,
κάτω απ’ το καρό
                       τραπεζομάντηλο,
την ώρα που τραγουδούσες
                            το ζεϊμπέκικο
και χόρευε στην πίστα
                              ο εραστής σου

Μετά από τόσα χρόνια
μετά από τόσους έρωτες
                              εγώ θυμάμαι
το άγγιγμα εκείνο
                            το ανεπίτρεπτο
και την υπόσχεση εκείνη
                           των ματιών σου
που μέσα τους σιγόκαιγε
                          χθόνια η αμαρτία
Ώσπου
κάτω απ’ το τραπέζι
ανάμεσα στα δάχτυλα
                                       ανάβλυσε
μελίρρυτος ο γλυκασμός
                     και τ’ αλμυρό ραγάνι

Γι’ αυτό
Μετά από τόσα χρόνια
             μετά από τόσους έρωτες
όταν ακούω ζεϊμπέκικο
                      ευωδιάζω επιθυμία
  
                    19 Σεπτεμβρίου 2012
                     Γιάννης Ποταμιάνος

*Ο πίνακας είναι "Το ζεϊμπέκικο της ματαιοδοξίας" 
της ζωγράφου και φιλολόγου Ειρήνης Σπυριδάκη

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

Η βρύση στάζει




Η βρύση  στάζει

Η μητέρα σκεφτική
πλένει τα πιάτα
Η βρύση στάζει υπομονή,
κάποτε έσταζε όνειρα
Στο σαλόνι το παιδί
καλπάζει
σε ξύλινο άλογο
Ένας στρατιώτης βαδίζει στην έρημο
Ένας στρατιώτης σκοτώνεται στην έρημο
Η μητέρα στρώνει το τραπέζι
με πιάτα καθαρά
Η μητέρα κλαίει
Έχει τα μάτια βιολετιά,
σκοτεινιασμένα
Το δάκρυ κυλάει στο άδειο πιάτο
Η τηλεόραση παίζει πόλεμο
Κοπάδια ανθρώπων
βαδίζουν στην έρημο
Η μητέρα σκουπίζει το δάκρυ
το παιδί καλπάζει σε ξύλινο όνειρο
Ο στρατιώτης πεθαίνει
Οι άνθρωποι κοπάδια
ψάχνουν ουρανό
Η τηλεόραση ανακοινώνει τα νέα μέτρα
τα φαγωμένα χέρια της μητέρας
σφίγγονται
το δάκρυ στάζει στο βρώμικο πιάτο
η βρύση στάζει απόγνωση
Η μητέρα και πάλι κλαίει

                               11 Ιουλίου 2012
                            Γιάννης Ποταμιάνος

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

Να τρέμουν οι Σαράφηδες



Να τρέμουν οι Σαράφηδες 

Φεύγω αφήνοντας τη σκιά μου
                                   παρακαταθήκη
κι’ όλος φως, διαφανής
δραπετεύω απ’ το παρόν
                   σε παρελθόν και μέλλον

Σε παλιά βιβλία κι’ όνειρα
σε σύγχρονες θεωρίες και μποζόνια
χάνομαι αόρατος κι άτρωτος

Κι αφού ποτέ δεν βλέπω το νεκρό
                παρά μόνο την κηδεία του
το αίμα γίνεται νερό
                     κι’ ο φόνος επιστρέφει
το ματωμένο κεφάλι του προφήτη
                                στην πιατέλα του

Γι να αρχίσει ο χορός των πέπλων,
όσο να επιστρέψει ο φόνος
σκοτεινιά,
                    σκιά, ενοχή και ευθύνη

Τότε εγώ θα ‘ρθω κρατώντας
               μαχαίρι κοφτερό κι ασπίδα
και πυρρίχιο χορό χορεύοντας                                    
                             θα φοβερίζω φόνο
να τρέμουν οι Σαράφηδες
που θησαυρίζουν
               στα σεντούκια τους
                                   ιδρώτα και αίμα
Να τρέμουν κι οι αργυραμοιβοί
              που πουλάν φθηνή πατρίδα

Τότε εγώ θα ‘ρθω σηκώνοντας  
                 κοφτερό μαχαίρι καταπάνω
                                               στον καιρό
και σταθερά κρατώντας
                                  τις φτερούγες μου
θα πετάω κόντρα στους ανέμους

                                6 Ιουλίου 2012
                            Γιάννης Ποταμιάνος

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

Επέκεινα των ορίων μου



Επέκεινα των ορίων μου

Στη στίλβη της φεγγαρόχαρης νύχτας
                                                  υπνοβατώ,
τις ονειρώδεις οπτασίες μου
                                                   κλώθοντας
στο μάρσιπο της συνείδησης μου

Υψιπετώ στις απάτητες βουνοκορφές
                                                  του κόσμου
ρεμβώδης, απειρολάτρης
                                           ουρανοπρεπής
δόξασμα στο μάτι του αετού,
                 ψαλίδι στην ουρά χελιδονιού,
ξάφνιασμα στην καρδιά του τρωκτικού,
χαραγματιά στο συνεχές του χρόνου

Κι’ όταν με ξόρκι δυσανάγνωστο
θρυμματίζω
τη λουλουδένια συμμετρία
                    της νιφάδας του χιονιού,
κυλάει το ασύμμετρο
                               συννεφένιο δάκρυ
Και βροντερός, κεραυνόηχος επιβήτορας
                                                  της μάνα γης
ρέων, εισχωρώ βαθιά
                                          στις πέτρες,
κελαρύζοντας στις κρήνες των νυμφών,
γίνομαι νάμα
                να μπαίνω στο αίμα
                        των φυτών και λουλουδιών,
γίνομαι γλυκός καρπός, άρωμα,
                                            χρώμα, μουσική

Έτσι
ανυψώνω το φθαρτό μου
                                         σε αιωνιότητα
καθηλώνω το χρόνο και γίνομαι ζωή
Στη θάλασσα της πολυπλοκότητας
                             του κόσμου αρμενίζω
ώσπου βρίσκω τη ρώτα μου
                              και γίνομαι ύπαρξη
ταπεινό βοτσαλάκι της ακτής
αυτού του κόσμου
                              του μικρού του μέγα
Όπου, ζωή και θάνατος κτίζουν
                                         το αέναο Είναι

Όμως αφού όριό μου ο θάνατος
Επέκεινα των ορίων μου
                                            η αιωνιότητα

Έτσι ακριβώς
Αφού
Επέκεινα του φθαρτού η αναγέννηση
Στο δέντρο του θανάτου κελαηδά
                                              η αθανασία

                                   2 Μαΐου 2011
                                Γιάννης Ποταμιάνος

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2012

Σφάζοντας έναν Άρρητο


Σφάζοντας έναν Άρρητο


Σφάζοντας έναν Άρρητο

Κι’ αφού φόρτωσα στην πλάτη μου
                               μια ζαλιά με όνειρα
αλάργεψα προς τη μεταφυσική
και χώθηκα ο σκώληκας στην τρύπα
σκάβοντας στοές προς το επέκεινα

Όμως με μια ανάμνηση του φεγγαριού
                                           να με παιδεύει
έσφαξα το θεϊκό μ’ ένα ερώτημα:
Είναι άραγε κβαντικό το πνεύμα;
Κι’ εφόσον άρρητο το θεϊκό
γιατί τραγουδάει ο τζίτζικας
                                      καταμεσήμερο;

Έτσι ως συμβάν επέκεινα του είναι,
                                       αναποφάνσιμος
βγάζω τη γλώσσα στην ταυτότητά μου

Ω! πως φοβάμαι τη ρητή προσέγγιση
                                                   ο άρρητος
τρέμω ο φουκαράς τις δολοπλοκίες
               της συγκλίνουσας συνάρτησης
Αφού καθώς με θωπεύει ερωτικά
                                           στα σκέλια
μου στήνει δόκανα και φράγματα
                                            εκατέρωθεν
                                                                            
Δολώματα στην ποντικοπαγίδα
                                                του ορίου

Αχ πως φοβάμαι ο έρμος τον Προκρούστη
                             που περιμένει στη γωνιά
Μην κόψει την ουρά μου
και καταντήσω έτσι
                        μια ταπεινή ρητή προσέγγιση
χωρίς μυστήριο και στύση

                                         4 Δεκεμβρίου 2010
                                         Γιάννης Ποταμιάνος

Σάββατο 8 Σεπτεμβρίου 2012

Σαρκοβόρες σκέψεις



Σαρκοβόρες σκέψεις

Σαρκοβόρες οι σκέψεις μας
                               ξεσκίζουν τη σάρκα
Γρυλίζουν σαν ύαινες
                                   έρπουν σαν φίδια
Κάτω απ’ τις πέτρες οι σκορπιοί
                                       μας καρτερούνε                                     
Ελλοχεύουν κουλουριασμένες
                   οι έχιδνες το ηλιοβασίλεμα 

Τότε ακριβώς ξεδιπλώνονται
                  στο φως του φεγγαριού
                                                  τα όνειρα
Τότε  ανεβαίνουν ακαταμάχητες
                                                 οι απορίες
Στα διάφανα άστρα περιφέρεται
                    ασύλληπτο το ακατανόητο

Εκεί λάμνοντας
        καταμεσίς στο γαλαξιακό ποτάμι
η απορία γίνεται έκπληξη
                           στο νου που γεωμετρεί

Αφού στο βάθος
              η κλασματική διάσταση
                                             της παραλίας
εισβάλλει μεταξύ γραμμής
                                          και επιφάνειας
Εκείνο που παραμένει ως βεβαιότητα
               είναι η μυρουδιά των κρίνων

Όμως οι συναρτήσεις των καμπυλών
          ολοκληρώνονται στο στήθος σου
Γι αυτό δικαιούται η αφή μου
                                             να ιεροσυλεί

Όταν στους ιριδισμούς του λογισμού
                                λούζεται μια γοργόνα
Πάντα η πίστη των μύθων
                                         θα μεγαλουργεί
λαξεύοντας Κενταύρους
              στα αετώματα του Παρθενώνα

Κι όταν οι άνεμοι γονιμοποιούν 
με το πάλλευκο σπέρμα των μαρμάρων
                           τις ελαύνουσες  χιλιετίες
θα διαχέεται ο μύθος νοστιμίζοντας
                  την έρπουσα καθημερινότητα
Μόνο έτσι μπολιάζει η διάνοια
                                            τα υποκείμενα

Αφού καθώς ο ήλιος κι ο άνεμος  
              σβήνουν στις πέτρινες στήλες
                                      τα πανάρχαια λόγια
μας γητεύουν οι ιδέες, κρώζοντας
                                       την αθανασία τους 

                                         25 Ιουνίου 2011
                                      Γιάννης Ποταμιάνος

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2012

Ο λύκος


                                                 Ο λύκος

Ένας λύκος ουρλιάζει
                                  στο σκοτάδι
Τραγουδά την μοναξιά του
                           στην πανσέληνο
Παίζει παντομίμα
                             με την σκιά του
Μοναδικός θεατής
σε θέατρο νυχτερινών σκιών

 Ένας λύκος ουρλιάζει
                                 στο σκοτάδι
Ξέρει πως για απόκριση θα πάρει
                                      την ηχώ του
Το ουρλιαχτό όμως στέλνει
να ταξιδέψει με τον άνεμο
Στα δάση και στις χαράδρες
Επιβεβαιώνει την παρουσία του
                               στον εαυτό του
προλαβαίνει την έκρηξη
                                   της μοναξιάς

Είναι πολύ ευαίσθητο ζώο
                                            ο λύκος
και λιγομίλητος
Με τα φωνήεντα μετρημένα
Λιτός , χωρίς φλυαρίες
Με κραυγές μονοσύλλαβες
Όλα σε μια συλλαβή
                              οουου-ουου…
Έρωτας και χαρά,
                  απόγνωση και θάνατος
Τι πλούτος σε μια συλλαβή
Μεγάλος ποιητής της αφαίρεσης
                                              ο λύκος

Και η δορά του μαδημένη,
απ’ του καλοκαιριού
                                       τις ζέστες
Περιφρονεί την αισθητική μας
Είναι  αναγκαιότητα η ανανέωση
Για τους χειμώνες που έρχονται
Είναι σοφός ο λύκος,
                             όχι ματαιόδοξος
Υποτάσσει την ομορφιά του
                                 στην επιβίωση

Όμως τελευταία, οι φήμες λένε,
πως είναι πολύ πεινασμένος
                                               ο λύκος
Πως βρωμάει το χνώτο του
Πως τρώει ψοφίμια
Βλέπεις φυλάει καλά
τα κοπάδια του ο άνθρωπος,
τα έκλεισε σε στάβλους
Ερήμωσε τα λιβάδια,
κατέστρεψε τις στέπες
                                και τα δάση

Όμως είναι πολύ σοφός
                                         ο λύκος
Δεν σκέφτεται καν το ενδεχόμενο
να γίνει κατοικίδιο
Αγαπάει πολύ την ελευθερία του,
και το ουρλιαχτό του
Ξέρει καλά πως κοντά στον άνθρωπο
                       θα πρέπει να σωπαίνει ,
και να κουνάει την ουρά του

Όμως είναι πολύ ερωτευμένος
                                                  ο λύκος
Για να θυσιάσει
     το μονοσύλλαβο τραγούδι του
              στην πανσέληνο τα βράδια
Και πολύ περήφανος
για  να γίνει μια ακόμα
                                  σκυλίσια ράτσα

                          29 Σεπτεμβρίου 2009
                           Γιάννης Ποταμιάνος