Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

Φθινοπωρινό Πρελούδιο


Φθινοπωρινό Πρελούδιο

Κουλουριασμένος αίλουρος
                                           παραφυλάω
Ενέδρα έστησα στο στίχο
                   στην άκρη των ματιών της
Μακρύ το ταξίδι από την πηγή
                                        στην θάλασσα
Η καρδιά μου είναι η θάλασσα

Στο μονοπάτι της έμπνευσης
                                          παραμονεύω
Για στίχους διερχόμενους,
                                           περαστικούς
Για στίχους ξεχασμένους
μακριά από το κοπάδι του ποιήματος
Για στίχους αφελείς ή καχύποπτους
                            Μπουκέτο να φτιάξω,
ποίημα για να χαρίσω στα μάτια της

Θαμπός είναι ο δρόμος το φθινόπωρο
Στα μάτια της καταχνιά και σύννεφα
Και εγώ ψάχνω το στίχο
                 που θα τα κάνει χαρούμενα
Όμως ο χρόνος κυλάει
          γλιστράει ανάμεσα στα δάχτυλα
       κι ο στίχος υδράργυρος, ξεφεύγει

Σε δυο μέρες μπαίνει φθινόπωρο
Το φθινόπωρο τα φύλλα είναι κίτρινα
Το φθινόπωρο τα σύννεφα
                                               είναι γκρίζα
Το φθινόπωρο βρέχει
                              έρωτας είναι η βροχή
                        έρωτας είναι και ο στίχος

Σε δυο μέρες μπαίνει φθινόπωρο
κι οι ποιητές
           ετοιμάζουν στίχους θλιμμένους
πως αλλιώς αφού το φθινόπωρο
                 τα μάτια της είναι θλιμμένα;

Σε δυο μέρες μπαίνει φθινόπωρο
                            θα ‘ρθουν τα σύννεφα
να φέρουν στίχους και βροχή
                    για τα θλιμμένα μάτια της

Ναι γι’ αυτό υπάρχει το φθινόπωρο  
για να τρυγάω τη θλίψη  
                 που αναβλύζει στα μάτια της
Έτσι
  για να γράφω μουσκεμένα ποιήματα
  
Επανέκδοση:
28 Σεπτεμβρίου 2013
                                Γιάννης Ποταμιάνος

Πίνακας:  Alfredos Jurevicius

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2013

Σ’ αυτή την πόλη


  Σ’ αυτή την πόλη  

Στη μεγάλη λεωφόρο βαδίζουν
             όλοι μαζί κι ο καθένας μόνος
Όλοι βλέπουν
τα ίδια δένδρα, τα ίδια πρόσωπα
                             τους ίδιους δρόμους
Σ’ αυτή την πόλη
ο καθένας έχει τ’ όνειρό του
                                κι όλοι μαζί το ίδιο
Ο καθένας ζει το δικό του εφιάλτη
                             κι’ όλοι μαζί τον ίδιο

Σ’ αυτή την πόλη
                    οι μυλόπετρες της μέρας
                                          μας αλέθουν
όλους μαζί και τον καθένα μόνο του                     
Σ’ αυτή την πόλη
τα σκυλιά κι οι άνθρωποι
                          έχουν θλιμμένα μάτια
Σ’ αυτή την πόλη
                            άνθρωποι και σκυλιά
    ψάχνουν αποφάγια στα σκουπίδια
Σ’ αυτή την πόλη τη σκληρή
                     αυτό που δίνεις παίρνεις
μοναξιά στη μοναξιά
               φτώχεια στη φτώχεια
                               θάνατο στο θάνατο

Αυτή η πόλη πρέπει ν’ αλλάξει
Στη μεγάλη λεωφόρο πρέπει
                                        να βαδίσουμε
              όλοι μαζί κι ο καθένας μόνος
με τα ίδια όνειρα γραμμένα
                                     στο μέτωπό μας
με τα ίδια συνθήματα
                       γραμμένα στα πανό μας
Αυτή η πόλη σου επιστρέφει
                                         ό,τι της δίνεις
αγάπα τη να σ’ αγαπήσει
                      κάψε τη για να σε κάψει
να φυτρώσουν στ’ αποκαΐδια της
                                              λουλούδια
Αυτή η πόλη είσαι εσύ
                     άλλαξε λοιπόν, ν’ αλλάξει
Βγες επιτέλους στη μεγάλη λεωφόρο
μ’ ένα όνειρο στο μέτωπο
                               έτοιμος για να καείς

Σ’ αυτή την πόλη οι ήρωες είναι
                                      άνθρωποι απλοί
προχωρούν σκυφτοί στα σκοτεινά
                            του φόβου μονοπάτια
Ο ήρωες σ’ αυτή την πόλη
                φοβούνται αλλά προχωρούν
είναι πολλοί
         μα δεν διστάζουν να γίνουν ένας

Σαν έρθουν οι καιροί
σ’ αυτή την πόλη οι άνθρωποι
           γίνονται δέντρα, γίνονται δάσος
ριζωμένοι βαθιά στο χώμα
δρασκελούν πολλά χιλιόμετρα ιστορίας
                                                σε μια νύχτα

Σαν έρθουν οι καιροί
Αυτοί που δεν έχουν τίποτα να χάσουν
                               θα δείξουνε το δρόμο
Αυτοί π’ αρνούνται τη ζωή
                                     που τους χαρίζουν
και διαλέγουν μόνοι το δρόμο τους
                                     και το θάνατό τους
Αυτών το μπόι, θα μετρήσει η ιστορία,
                       με τη μεζούρα των αιώνων
  
                           15 Σεπτεμβρίου 2013
                            Γιάννης Ποταμιάνος


Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2013

Στης λιμνοθάλασσας το γέρμα


Στης λιμνοθάλασσας το γέρμα

Χάθηκα στα αρμυρά πηγάδια σου
Πλανήθηκα
           στους σκιερούς βυθούς σου
Μες στ ‘ ανοιχτά σου όστρακα
ψάχνοντας  το σπάνιο μαργαριτάρι,
σε βρήκα στα υπόγεια ρεύματα
                                δίφατσο νόμισμα,
να γυαλίζεις ασημένιο
                     στην άμμο, ανοξείδωτο 

Χάθηκα στις βουνοπλαγιές 
                       των ζυγωματικών σου
Στων παρειών σου τις μαρμαρυγές
          είδα ν’ αναβοσβήνει ο πόθος
και σε βρήκα στη φωνή του γλάρου
αγωνία θαλασσινή να κράζεις
                            για ζωή και θάνατο

Στον καλαμιώνα των μαλλιών σου
                                                 χάθηκα
ψάχνοντας μαγικό βοτάνι
να σε ποτίσω να μου πεις
                  τ’ ανείπωτα μυστικά σου
για της γοργόνας τη σκιά
                    στου ήλιου τα παιγνίδια

Εκεί στο κύμα σου
αρμενίζοντας
        κατά τη μεριά των Εχινάδων
                                                 χάθηκα
με τα σεντόνια μου πανιά
                          στης νύχτας το ιστίο
κι εκεί σε βρήκα ν’ αγναντεύεις
                             το φάρο της Οξιάς
να ρουθουνίζεις θύελλα
                   να σπαρταράς στο κύμα
και να σου λούζει ο αφρός
                        τον ταραγμένο κόλπο

Εκεί  ακριβώς
                   που ξεψυχάει ο ποταμός
 στου Αχελώου τις αηδονοφωλιές
      στης λιμνοθάλασσας το βούρκο
Εκεί σε ψάχνω στους βυθούς
κάτω απ’ τη σκουριά των ναυαγίων 
Κι εκεί σε βρίσκω
στην ανοξείδωτη στιλπνότητα
                                            του έρωτα
νόμισμα δίφατσο, να γυαλίζεις
                     στην άμμο ασημόχαρο

Κι’ ας με τραβάει η λάμψη
                                              στο βυθό
εκεί ακριβώς σε βρίσκω
γοργόνα να παίζεις
                        στο πορφυρό το κύμα
στης λιμνοθάλασσας
                                 το  ηλιοβασίλεμα
            σαν πιάνει φωτιά το πέλαγος

                              30 Ιουλίου 2013

                            Γιάννης Ποταμιάνος

Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2013

Τα Tείχη


 Τα Tείχη
               
Πρωί, μεσημέρι, βράδυ
Όλοι μαζί
Προχωρούν σε αγέλες
Στο μετρό
Στα λεωφορεία
Στα τρόλεϊ
Στις τράπεζες
Στις εφορίες
Στα υπουργεία
Συνωστίζονται, σπρώχνονται
Αγγίζονται, μυρίζονται, κοιτάζονται
Και ενίοτε ερεθίζονται
σεξουαλικώς
Και όμως παραμένουν άγνωστοι
             ===
Φορώντας ακουστικά
Υψώνουν ανάμεσά τους τείχη
Μουσικής
Πανύψηλα
Υψώνουν ανάμεσά τους τείχη
Μοναξιάς
Πανύψηλα
Υψώνουν ανάμεσά τους τείχη
Με λέξεις
Τυπικές, ανώδυνες, άχρωμες
Και γίνονται
Αόρατοι, άγευστοι και άοσμοι
               ===
Όμως κάθε μέρα
Προχωρούν όλοι μαζί
Ξεχωριστά
Ένα ακόμα βήμα
Προς την τέλεια αποξένωση
Εισχωρώντας στις εικονικές
Πραγματικότητες
Του σαλονιού
και του γραφείου τους
              ===
Κάθε μέρα αδιαλείπτως
προχωρούν
Όλοι μαζί
Μέχρι να φτάσει
Ο καθένας, μόνος του
Στο έσχατο τείχος
Της ακροτελεύτιας μοναξιάς
              ===
              30 Σεπτεμβρίου 2009
                                                                     Γιάννης Ποταμιάνος