Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014

Γαλάζια περισπωμένη


Γαλάζια περισπωμένη

Καθώς η γαλάζια περισπωμένη
                                    των βουνοκορφών
                                   ψηλαφίζει ουρανό
και στ’ ασημένια νερά
                                         των θαλασσών
βαφτίζονται γαλήνια φεγγάρια,
στο λιόγερμα ξυπνάει το σαρκοβόρο
οσμίζεται στον αέρα το χορτοφάγο
          που ολημερίς μηρυκάζει θάνατο

Όμως ωραιόψυχος  ο Ιούλιος
                               μας ετοιμάζει οίστρο
και σώματα ερωτικά
Αφού σε φλογισμένα μάγουλα
                      πορφυρίζουναι  οι πόθοι
σύγκορμη τρέμει η παιδομάνα μήτρα!

Έτσι ουρανόπληκτος
ο αμάραντος έρωτας
           γονιμοποιεί στους αστερισμούς,
την τυχαιότητα με καθάριους στόχους,
γι’ αυτό το δάχτυλο της νύχτας
μας δείχνει προς τ’ άστρα ομορφιά

Αφού έρωτας και θάνατος
                                 πανταχού παρόντες,
η νύχτα γοερή φλυαρεί αιωνιότητα,
καθώς αχαλίνωτη η ενάργεια
παραπαίει στις υπνωμένες συνειδήσεις

Γι αυτό όσοι νυχτόπληκτοι ζωή
                                                αναπολούμε
ηδυπαθείς γονιμοποιούμε ονειρόσκονη

                               2 Ιουλίου 2012

                            Γιάννης Ποταμιάνος

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Στιλπνό μέταλλο

  
Στιλπνό μέταλλο  

Σταμάτησα να σκέφτομαι
                              τώρα πια μόνο νοιώθω
Νοιώθω της θύμησης το κόμπο
                                                     στο λαιμό
για τα παλιά παράσημα
                               στο μέρος της καρδιάς,
για την έφοδο μπρος τα ψηλά τα τείχη

Τώρα δεν χρειάζεται να σκέφτομαι
παρά μόνο να νοιώθω τις μαρμαρυγές
                                             στο στήθος μου
για τα συνθήματα και τις σιωπές
                               λίγο πριν την καταιγίδα,
τότε που εφορμούσαμε στις ντάπιες  
                                      και τις πολεμίστρες
Όταν στην έφοδο
        κριοί πολιορκητικοί κερατίζαμε
                                         την καστρόπορτα,
και περιμέναμε να πέσει,
                                 αλλά αυτή δεν έπεφτε

Τώρα δεν χρειάζεται
                                να σκέφτομαι τις αιτίες
                                          αλλά να θλίβομαι
για τους στρατιώτες μας
που σαν  ανέβαιναν  στα τείχη
                        αγκαλιάζονταν με το εχθρό
πέταγαν τα ξίφη και τις πανοπλίες
                   και μας φώναζαν παραδοθείτε
Όμως εμάς τους υπόλοιπους
                               ένα πηγάδι μας κατάπιε
ένα πηγάδι πόθου, μια χίμαιρα
                           μια λαμπηδόνα: η έφοδος

Μια Νεκυία ραψωδία θα γράψω κάποτε
                  για τους αδικοχαμένους ήρωες
π’ ασπρίζουν τα κόκαλά τους
                    στις αμμουδιές της θάλασσας
Γι’ αυτούς που επιστρέφουν
                         το μέταλλο της ψυχής τους
στιλπνό και ανοξείδωτο
                              στου καιρού το πέρασμα

Μια ωδή θα γράψω κάποτε σύντροφε,
                                     σχέτλιε δολιχοδρόμε,
Για σε που ‘κοψες το νήμα
             αλλά δεν μπορείς να σταματήσεις
Για σε που νοσταλγείς ιδρώτα, αίμα
                                     και δρόμους αντοχής
κι’ απ’ τις πληγές σου να ρέει φως
Για σε που ποθείς και ρέεις ποτάμιος
στο μινύρισμα των καλαμιώνων
                      για μια θάλασσα ασημόχαρη  

                               27 Ιουνίου 2013
                            Γιάννης Ποταμιάνος


Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

17 Νοέμβρη σήμερα, μια καλημέρα


17 Νοέμβρη σήμερα, μια καλημέρα  

17 Νοέμβρη σήμερα
κι η σκέψη μου σ’ όσους κράτησαν
                                            στιλπνό το μέταλλο
και το κρατούν ακόμα ανοξείδωτο
                                       σε πείσμα των καιρών
Σ’ αυτούς που αιθεροβάμονες
          στη στίλβη τ’ ουρανού βλέπουν
                                                το πρόσωπό τους
Σ’ όσους στη μεγάλη έφοδο
                                             κρατούσαν λάβαρο
                                        και το κρατούν ακόμα
Σ’ αυτούς που απέμειναν
στους σπάνιους όπως τα πετράδια
                     στους λίγους και τους φωτεινούς
που δεν αφήνουν τη φωτιά
                                         να σβήσει στην εστία
που φυλάνε μια σπίθα στην καρδιά τους
             προσμένοντας ν’ ανάψουν πυρκαγιά
                                     στους μπουρλοτιέρηδες
Σε όσους δένονται στο κατάρτι
                 ν’ ακούν το τραγούδι των Σειρήνων
Σε όσους φοβήθηκαν το ταξίδι
       αλλά ταξίδεψαν γαντζωμένοι στη σχεδία
Σ’ αυτούς που αψήφησαν το θάνατο
                                            κι έμειναν αθάνατοι
Στους γνωστούς κι άγνωστους ταπεινούς
                                               κι όμως γενναίους
που στις επετείους κρύβουν ένα δάκρυ
                                              μες στα γένια τους
Σ’ αυτούς που αντί για γραβάτα φορούν
                                  ένα κόμπο στο λαιμό τους
Σ’ όσους φορούν τα παράσημα
                              κάτω απ’ το πουκάμισό τους
Στους παλιούς συντρόφους του πολυτεχνείου
                                     που δεν αλλαξοπίστησαν
που δεν εκποίησαν τα τιμαλφή τους
                                     στην αγορά της εξουσίας
Στους παραπονιάρηδες,
                              τους ατίθασους συντρόφους
       που ξέρουν να γκρινιάζουν, να διεκδικούν
και να μάχονται για
                                   ψωμί, παιδεία, ελευθερία
        για δουλειά, δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια
Σε όσους ακονίζουν το σπαθί
                                            και ξύνουν το μολύβι
Στους αφανείς που γράφουν ιστορία
                                               τώρα και όπως τότε
Σ’ όλους αυτούς σήμερα 17 Νοέμβρη
                                  τους πρέπει μια καλημέρα
                                       «Καλημέρα σύντροφοι»

                                               Γιάννης Ποταμιάνος


Σάββατο 8 Νοεμβρίου 2014

Η απαντοχή

  
 Η απαντοχή  

Αυτή η πόλη μ’ έχει γυμνώσει
     μου ‘κλεψε τα δέντρα και τα ποτάμια
                                    τον κούκο και τ’ αηδόνι
Τις διάφανες νύχτες του καλοκαιριού
                                που ταξίδευα στ’ αστέρια
Ξέρω είναι ανεπίτρεπτος ο γυρισμός
                       ας φλογίζει το πνεύμα ο πόθος
π’ αναβλύζει απ’ τις αρχέγονες πηγές μου

Όμως καθώς βαδίζω
                             στο μονοπάτι του σκώληκα
μες στις φλέβες μου τραγουδάει ο τζίτζικας
και τότε γίνομαι δέντρο καταπράσινο
για να κρησάρω στους κλώνους μου το φως
        και να γλυκαίνω τον ύπνο του ξωμάχου

Τότε ακριβώς είναι  
που ολόγιομος γαλήνη βαδίζω αγόγγυστα                                        
το μονόδρομο του σκώληκα  
                                     και γίνομαι πεταλούδα
να ψάχνει μια φλόγα να καεί
                                στο πέταγμα για τ’ άστρα

Αχ! Αυτή η πόλη μ’ έχει γυμνώσει
                                               κι έμεινα μονάχος
με το εσώρουχο της νοσταλγίας γι απαντοχή
κολλημένο στη δορά μου
                      να με προστατεύει απ’ το βοριά

Γι αυτό όσο κι αν η μοίρα φυσάει
                                               τους ανέμους της,
εγώ πάντα βγάζω απ’ το σεντούκι μου
        ένα παλιό τραγούδι γι’ αγάπη και ψωμί
και το τραγουδώ μονότονα σαν τζίτζικας
για να γλυκαίνω την ψυχή του πεινασμένου

Αυτή η πόλη είναι γυμνή όπως κι εγώ!
Γι αυτό πρέπει ν’ ανάψω μεγάλη πυρκαγιά
                                                          να ζεσταθεί
Γι αυτό κάθε βράδυ μαζεύω για προσάναμμα
τα όνειρά μου που είναι από εύφλεκτο υλικό
κι εύκολα γίνονται λαμπηδόνες να φωτίζουν

                           20 Νοεμβρίου 2013

                            Γιάννης Ποταμιάνος