Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2015

Βροτός αλλά ουρανόσιτος


Βροτός αλλά ουρανόσιτος

Άφησε τον τοξότη
                        να τοξοβολεί τη νύχτα
και περνώντας απ’ τον Σκορπιό
αλάργεψε προς την
                                     μικρή Αρκούδα

Στο χέρι του κρατάει ένα καλάθι,
      και μαζεύει πετράδια τ’ ουρανού
τα δένει με φεγγαροκλωστές
       κι ανεβαίνει στον πολικό αστέρα
μ’ ένα όνειρο ιδρωμένο
                                         παραμάσχαλα
Εκεί ακούει τη μουσική των άστρων
καθώς στροβιλίζονται
                          στην πίστα τ’ ουρανού
Αφουγκράζεται στους μυστικούς
                                                   ανέμους
τις ιαχές του Ωρίωνα και το κλάμα
                                         των Πλειάδων

Κάθε βράδυ αυτός ο ταξιδιώτης
                            δραπετεύει στ’ άστρα
Ψάχνει για πετράδια  τ’ ουρανού
για αμέθυστους, για ζαφείρια
                                           και διαμάντια
ψάχνει για μύθους να στολίζει
                           τις λευκές σελίδες του,
για να μην πάει χαμένη η νύχτα

Όμως σαν φθάνει η ανατολή
                     βροτός αλλά ουρανόσιτος
μπολιάζει  τις φλέβες του
                     μ’ ασημένια αστερόσκονη
Ανάβει τα πετράδια τ’ ουρανού                                 
και περιμένει τη σκοτεινιά της μέρας


                            Γιάννης Ποταμιάνος

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2015

Σήμερα βρέχει

Σήμερα βρέχει

Ταξιδεύει ο άνεμος στα μαλλιά της
Κυλάει στα μάτια της η βροχή
                       Το ταξίδι γίνεται ποτάμι
Ροβολάει στους κάμπους
                              να ποτίσει τα όνειρα

Κουράστηκε το δάκρυ να κυλάει
                          Το στέγνωσε ο αγέρας
Δυνατός ο αγέρας στις Κυκλάδες
Αφρίζει το κύμα
                          στις μυστικές σπηλιές
Στα βράχια αντιλαλούν οι φωνές
                                            των γλάρων

Και έρχεται ο χειμώνας μας
                   με τα γυμνά του δάχτυλα
Πονάει η ψυχή ξεγυμνωμένη
Αναριγά η παλάμη
                   στα ασημένια σου μαλλιά

Όμως βρέχει σήμερα ολημερίς
Και η νύχτα ξαπλώνεται σαν υποψία
Μια ρυτίδα έρπει στο βλέφαρο
                                       του φεγγαριού
Πληγές που αφήνει ο χρόνος
                 στις αέναες περιπολίες του
Σου χαρίζω με τις παλάμες μου
                                               παρηγοριά
Και σαν απελπίζομαι ξαπλώνω
                                       στην ποδιά σου

Τα μάτια σου είναι η πανοπλία μου
Σαν έρχεται απρόσκλητη
                                            η μελαγχολία


                               Γιάννης Ποταμιάνος

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015

Παντού και πάντοτε


Παντού και πάντοτε   

Κάτω απ’ τα πόδια του
                    φουρτουνιασμένη θάλασσα
Αυτό το πουλί πετάει πολύ ψηλά
                       για να βλέπει μόνο ουρανό
Κάτω απ’ τα πόδια του
                                 η φθορά κι ο θάνατος

Έτσι αυτό το πουλί πετάει πολύ ψηλά
                             διεκδικώντας αθανασία
 Όμως κι εκεί πάνω ακούγεται
        ο ρόγχος ενός άστρου που πεθαίνει
Αυτό το πουλί ταξιδεύει πολύ ψηλά
                     μα βλέπει παντού το θάνατο
Πως αλλιώς
             αφού ο θάνατος δεν έχει βάρος;

Αυτό το πουλί ταξιδεύει πολύ ψηλά
όμως ακούει το κλάμα  
                           ενός άστρου που πεθαίνει
Πως αλλιώς
αφού ο θάνατος είναι η ίδια η βαρύτητα;

Ο θάνατος είναι τετραδιάστατος
Γι’ αυτό κι είναι παντοτινός
                                   και πανταχού παρών
Κι όμως υπάρχει
                        μόνο όσο κι εφόσον  
                                           υπάρχει κι η ζωή

Έτσι αυτό το πουλί
που πετάει πολύ ψηλά
                 βλέπει ένα άστρο που πεθαίνει
ενώ κάτω απ’ τα πόδια του
                                         η μάνα Γη γεννάει

Βλέπεις η ζωή πάντα κρύβει
                             έναν άσσο στο μανίκι της

                                    Γιάννης Ποταμιάνος


Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015

Ο Ελπήνορας


Ο Ελπήνορας   

«πώς να μιλήσεις με τους  πεθαμένους
Οι πεθαμένοι ξέρουν μονάχα τη γλώσσα των λουλουδιών-
γι αυτό σωπαίνουν» (Γ. Σεφέρης: Ο Στρατής ο θαλασσινός …)

Για σένα απρόσεχτε
                             τον άθαφτο Ελπήνορα
που ξεχνιέσαι στη στέγη του κόσμου
           να μετράς τ’ άστρα και τα όνειρα
Η υπόσχεση ταπεινέ Ελπήνορα
                  σου δόθηκε και δεν ξεχνιέται

Άσημε κωπηλάτη Ελπήνορα
που κανείς δεν σ’ αναζητά
                                              πριν το ταξίδι
ένα κουπί σε περιμένει
                   να καρφωθεί στον τάφο σου
Μ’ αυτό θα κωπηλατείς στην Αχερουσία
                                           και στην Ιστορία
ένα κουπί προέκταση του χεριού σου
              ένα κουπί που πάντα σου ανήκε 

Ανόητε κωπηλάτη Ελπήνορα
                            ο Οδυσσέας σε ξεγέλασε
κι έγιναν τα χέρια σου κουπιά
                         για τα μακρινά ταξίδια του

Άσημε κωπηλάτη Ελπήνορα
σε γέλασαν οι καιροί κι οι σύντροφοί
                                      τα όμορφα παλάτια 
Εσύ την Ιθάκη δεν θα τη ξαναδείς ποτέ
θα μείνεις για πάντα
                      στης Κίρκης το ηδονικό νησί
μ’ ένα κουπί στον τάφο σου καρφωμένο
                                        να δείχνει ουρανό

Μα δεν μ’ ακούς Ελπήνορα, σωπαίνεις
αφού επιμένεις να μιλάς
                      των λουλουδιών τη γλώσσα
Η υπόσχεση σου δόθηκε
                                           και δεν ξεχνιέται
ένα τάφος με κουπί να δείχνει την Ιθάκη


                            Γιάννης Ποταμιάνος