Σάββατο 28 Μαΐου 2016

Σαν αίλουρος


Σαν αίλουρος  

Άοσμος και άχρωμος σε απόχρωση σκιάς
            μ’ ακολουθεί αθόρυβος σαν αίλουρος
Εγώ όμως τον μυρίστηκα
                     όπως χρυσάνθεμα νεκροταφείου
καθώς μια ψαλμωδία επίμονη
                                                  «κρατάει το ίσο»
και αργό ποδοβολητό ανθρώπων
                                  όπως κοπάδι φυτοφάγων

Αυτός περιμένει ντροπαλός
                                          και δήθεν αδιάφορος
τυρβάζει και σιωπά, σχεδόν αθέατος
Εγώ όμως τον βλέπω
                              με την άκρη του ματιού μου
Τις ρίζες πριονίζει και γέρνει το δέντρο
                      αργά σε κάθε φύσημα τ’ ανέμου

Άχρωμος και άοσμος
κι όμως, όντας κοντά στο κύμα
                            μου τον ψιθυρίζει η θάλασσα
με φωνές χιλιόχρονες, φυλακισμένες
                                           σε σκοτεινές σπηλιές
που ξεχνάει η θύελλα σαν φύγει ο βοριάς

Άχρωμος και άοσμος
κι  όμως εγώ νοιώθω το χνώτο του
                                                    στο σβέρκο μου
και μαργωμένος σιωπώ
όπως δέντρο ολομόναχο στην ξερολιθιά
                                                    το καταχείμωνο
Η σιωπή κι ερημιά μου διδάσκουν παρρησία

Όμως αυτός άχρωμος και άοσμος παραφυλάει
κι εγώ ψάχνω μ’ αγωνία στα σεντούκια
                                               μια λέξη κατάλληλη
όπως αθανασία
          που ν’ ανατρέπει τη σκευωρία της ύλης
Ας είναι αυταπάτη αρκεί να λυτρώνει
                                                απ’ το ακατανόητο
Μια ελπίδα αιωνιότητας 
                                       στη χόβολη των άστρων
όπου τσικνίζονται τα εντόσθια της ύπαρξης
                                         κι ο χρόνος δεν υπάρχει
Μια ελπίδα διαφυγής όπως οι σπινθήρες
                                που ξεφεύγουν απ’ τις οπλές
του προδιαγεγραμμένου και αμετάκλητου
Αυτός ελλοχεύει κι εγώ ψάχνω
             ίσως μια λέξη λαμπηδόνα όπως έρωτας

                                           Γιάννης Ποταμιάνος

Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Αλαργεύοντας προς τη δύση


Αλαργεύοντας προς τη δύση

Και πάλι παραπλέω
                               ερημόχαρες ακρογιαλιές
όπου ενδημούν μοναχικές ελιές
                                   σε βράχους ριζωμένες
Οι γλάροι πάνε κι έρχονται βουτάνε
                πεινασμένοι μες τη γαλάζια σούπα
ψάχνουν απεγνωσμένα τον επιούσιο ιχθύ
Αιμορραγεί ο ουρανός τ’ απόβραδο,
η Σελήνη με το ματωμένο φόρεμα ψάχνει
για μανιτάρια στο αστροδάσος
                                         δυτικά του Ωρίωνα

Τα ματωμένα χνάρια της
                   αφήνει στον τοίχο μια ανάμνηση
Βαδίζει στο ταβάνι ανάποδα σαν σαύρα,
βλέπω την πλάτη της, τα ίχνη της
                          να αλαργεύουν στο σκοτάδι
Ένας λαβωμένος έρωτας
            κρέμεται μετάρσιος στο εικονοστάσι,
αντιστέκεται στην αρχέγονη βαρύτητα

Η σελήνη μου γνέφει απ’ τη βουνοκορφή
Ας ανεβαίνει το ρήγμα κατακόρυφα
                   απ’ το στήθος ως το μέτωπό μου,
Αρπάζω τη ρόγα της βουνοκορφής
την πιπιλάω με μανία
                     ρουφώντας το γάλα τ’ ουρανού
Κι ας απαγορεύει ο άτεγκτος τοποτηρητής
ο μέγας χρόνος
                           ασέλγεια με όνειρο και πόθο

Όσο κι αν στα ριζά του βράχου
                                    το βάραθρο ασχημονεί
Εκεί στη βραχοκορφή πάντα ένας αητός
                                                     με περιμένει

                                           Γιάννης Ποταμιάνος


Κυριακή 15 Μαΐου 2016

Μικρό ερωτικό


Μικρό ερωτικό  

Έτσι με τον άνεμο να φουσκώνει
                                                       τα μαλλιά σου
Στροβιλίζεσαι στου κάμπου τα αλώνια
Κι ο θαυμασμός των παιδιών σε ανυψώνει
                                                       ως το σύννεφο
Όπως χαρταετός πολύχρωμος με ζύγια
                                                                 και φτερά

Όλοι σε καλούν φωνάζοντας και προσμένουν
                  ένα νεύμα σου να μπούνε στο χορό
Πιάνοντας τη μέση σου κι αγγίζοντας
                                                          τα στήθη σου
Ανεβάζοντας έτσι τους σπασμούς
                                                         της καταιγίδας
Που ‘ρχεται και φουσκώνει τις καρδιές
                                                          των ναυτικών

Έτσι ακριβώς στήθος με στήθος,
                                                       γη και ουρανός
                               κοιτάζονται βαθιά στα μάτια
Όπως κριάρια που βρίσκονται
                                                 σε οίστρο ερωτικό
Κι αντιλαλούν στους βράχους οι κρότοι
                                                  των κεράτων τους
Στη μεγάλη μάχη των κατακτητών
                                                  της μεσοποταμιάς
Που κολυμπάνε στα ποτάμια σου
                           και ρέουν στις σκιερές κοιλάδες
                             των καλλίγραμμων μηρών σου

Εσύ με τον άνεμο να φουσκώνει
                                                            τα πανιά σου
                         ταξιδεύεις παρέα με το σύννεφο
Κι εγώ άνυδρο νησί
            να καρτερώ τις ψιχάλες της αγάπης σου

                                                Γιάννης Ποταμιάνος


Τρίτη 10 Μαΐου 2016

Ένας απλός εκσυγχρονισμός


Ένας απλός εκσυγχρονισμός    

Ο αρχιερέας τους σεμνά
                   παραδέχτηκε τις αυταπάτες τους
Η εντολή δόθηκε
Οι αερομαχίες με το ανέφικτο
                                να σταματήσουν πάραυτα

Η ουτοπία τους τώρα ενσαρκώθηκε
πατάει γερά
          στην αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα
είναι αναγνωρίσιμη, σαφής και προβλέψιμη

Οι κεραυνοί
ακούγονται κάπου μακριά, ξεθυμασμένοι
Τζάμια χοντρά, αλεξικέραυνα παντού
     προστασία πλήρης, η καταιγίδα ξεψυχάει

Η ουτοπία τους πλέον είναι πειθήνια
                      δεν αμφισβητεί το κατεστημένο
Βέβαια ακόμη πιστεύει στο καινούργιο
                           και το διεκδικεί χαμηλόφωνα
ευγενικά χωρίς εντάσεις και χοντροκοπιές,
           δημοκρατικά, ειρηνικά και πολιτισμένα

Η ουτοπία τους τώρα ζει
                                    στην ομορφιά της τέχνης
στην αβρότητα και την ευγλωττία
                                  σοφών εμπειρογνωμόνων   
Κάθε βράδυ γοητεύει τ’ αυτιά των φτωχών
                                    μοιράζοντας υποσχέσεις
                        και χαϊδεύοντας τα όνειρά τους

Η ουτοπία τους έπαψε πλέον να μυρίζει
                       τον ιδρώτα του άξεστου εργάτη,
να μιλάει βραχνά κι ασύντακτα,
                              να κάνει ορθογραφικά λάθη,
να είναι αλμυρή σαν τον ιδρώτα του αγρότη

Η ουτοπία τους έπαψε πια
                                       να είναι επαναστατική,
υποκλίνεται στους καλούς τρόπους
                   κάθε ευσεβέστατου εκμεταλλευτή
Η ουτοπία τους είναι τώρα
                              ένας απλός εκσυγχρονισμός

                                    Γιάννης Ποταμιάνος


Σάββατο 7 Μαΐου 2016

Ανάληψη

  
Ανάληψη  

Θάλασσα ο ουρανός
                      και τα σύννεφα άσπρα βράχια
το κύμα παφλάζει, σέρνεται στα βότσαλα
Άνεμος ο άλλος δρόμος
                  π’ ανεβαίνει στην ουρανόσφαιρα
Και γύρω γύρω αστρολύχναρα
                      να τρεμοσβήνουν μες τη νύχτα
Κι εγώ περιδινούμαι στο άπειρο γαλάζιο
με μια κλίση στον άξονά μου
                                      να με πλουτίζει άνοιξη

Άνεμος ο άλλος δρόμος, θάλασσα
που παφλάζει ανάμεσα
                                   στους συννεφόβραχους
Άνεμος κι ένα καράβι ν’ αρμενίζει σιωπηλά
                                         στις σκοτεινές αλέες
Τι να γυρεύει άραγε τούτο το σκαρί
         στ’ ατλάζι τ’ ουρανού και γυροφέρνει;
Αφού βυθός δεν υπάρχει
                                 παρά μόνο το μέγα ύψος
και φως που πάει και πάει,
ως που καμπυλώνεται  
                           κι επιστρέφει στην πηγή του

Ναι! Του Ύψους είναι ο άλλος δρόμος
           και  μετράει  το μπόι μου
                                        σύννεφο το σύννεφο,
Ναι! Της Ανάληψης είναι ο άλλος δρόμος
               και με μετράει με μια μεζούρα φως
αφού με ταξιδεύει  
          αστέρι το αστέρι, ακέραιο κι αδιαίρετο

Μα όπου κι αν βρεθώ
παραμένω πάντα αναθρώσκων
                    στο κέντρο της μεγάλης θύελλας  
όπως παλιό ιστιοφόρο
                                 με φουσκωμένα τα πανιά

Θάλασσα ο ουρανός  
άραγε τι να γυρεύει τούτο το παλιό σκαρί
                 που οιακίζει στ’ ατλάζι τ’ ουρανού
                               καταμεσής στην καταιγίδα;
Κι αυτή η αναιδής ερώτηση
                   που με φτύνει αναπάντητο
                              ναυαγό σ’ έρημο ακρογιάλι
γιατί ελλοχεύει εκεί
         ακριβώς πίσω απ’ το σύννεφο
                   ανάμεσα σ’ ουρανό και θάλασσα;

Εκεί ακριβώς στον ουρανόβραχο 
                        όπου με ξερνάει το μέγα κήτος                                        
ξαπλωμένο ανάσκελα να βλέπω το φεγγάρι

Κι όμως, ο άλλος δρόμος της Ανάληψης,
        ο δρόμος των αναπάντητων ερωτήσεων
είναι που μ’ ανυψώνει  
                           περιφρονώντας τη βαρύτητα
και μ’ ανεβάζει πάντα στις πηγές μου
                 να πίνω τ’ ασημένιο φως τ’ ουρανού
λαβωμένος,
αλλά κοινωνός του άρρητου λόγου
                                     που ευδοκιμεί τις νύχτες
         στ’ αστρολίβαδα της αιώνιας αφθαρσίας


                                            Γιάννης Ποταμιάνος