Κυριακή 26 Ιουνίου 2016

Η συνωμοσία

  
Η συνωμοσία 

Τα μάτια σου, η θάλασσα
                         ο έρωτάς σου, ο ουρανός
Όλα συνωμοτούν απόψε

Στις θαλασσινές σπηλιές
                         ο άνεμος που τραγουδάει
Στα μαλλιά σου ο άνεμος που ταξιδεύει
Στα μάτια σου η καταιγίδα
         στον πόθο σου τ’ αφρισμένο κύμα
Όλα συνωμοτούν απόψε

Στο καράβι το ταξίδι
                      στους γλάρους η ελευθερία
Στα μάτια σου το γαλάζιο
                      στην καρδιά σου το κόκκινο
μια θάλασσα κι ένα ηλιοβασίλεμα
Όλα συνωμοτούν απόψε

Ο έρωτας που μας συνεπαίρνει
                  το φεγγάρι που μας περιμένει
το νυχτοπούλι που κελαηδάει
                                              τη μοναξιά του
Ο τζίτζικας του πυρετού των δέντρων
             ο Γκιώνης τον καημού της νύχτας
Το νυχτολούλουδο
Τα ιδρωμένα χέρια,
             το καρδιοχτύπι, η ανατριχίλα μας
Όλα συνωμοτούν απόψε

Ο χρόνος που σταμάτησε , τα μάτια σου,
                     τα μαλλιά σου, η καρδιά σου
Η θάλασσα, ο άνεμος,
                                    το φεγγάρι, τ’ άστρα
Όλα μετέωρα κι ακίνητα περιμένουν
                                     να πάρω το φιλί σου
Έτσι είναι ο έρωτας κι ο χρόνος
                                  της νύχτας συνωμότες

Όλα συνωμοτούν απόψε
Γι αυτό ακριβώς κι εγώ, απόψε
                                     θα πάρω το φιλί σου

                                       Γιάννης Ποταμιάνος


Σάββατο 18 Ιουνίου 2016

Μάθε να ταξιδεύεις


Μάθε να ταξιδεύεις  

Μάθε να ταξιδεύεις με τον άνεμο
                  με κάθε άνεμο να ταξιδεύεις
Η άπνοια απαιτεί αίμα αγαπημένο
                για να φουσκώσουν τα πανιά
Γι’ αυτό αν σε προδώσει ο άνεμος
                                     εσύ γίνε σύννεφο
γίνε βροχή να μπεις βαθιά στο βράχο
να γίνεις βλύσμα γάργαρο
                                γλυκά να κελαρύζεις
ανάλαφρος ο ύπνος να σταθεί
                                     στα βλέφαρά σου
Έτσι που ο πόθος σου να γίνει αερικό
                       να σ’ ανεβάσει στ’ άστρα
Κι από ‘κεί ψηλά,
                        με μάτι αητού να βλέπεις
πιο καθαρά το ζώο που κρύβεται
                                                    στη λόχμη
Ίσως και το πανέμορφο τρέξιμο
                                              του αίλουρου
Ίσως και την ομορφιά του θανάτου
                        στο τρέξιμο της αντιλόπης
Και τη γη που τρέμει σύγκορμη
                 στους πόθους που ξεχειλίζουν 
               στις καλντέρες των ηφαιστείων,
Και τα μαύρα βράχια της οξώπετρας
                                αντίκρυ του πελάγους

Μάθε να ταξιδεύεις με το άνεμο
                    με κάθε άνεμο να ταξιδεύεις
Δέσε της πλώρης σου τους αρτεμώνες
                                                     και ξεκίνα  
Η ουτοπία είναι ένα λιμάνι ερωτικό
που ψάχνουν και δεν βρίσκουν
                       τα ερωτευμένα ποντοπόρα    
Γι αυτό μάθε να ταξιδεύεις
                                                με τον άνεμο
παντού και πάντα, άνευ όρων και ορίων  

                                    Γιάννης Ποταμιάνος


Σάββατο 11 Ιουνίου 2016

Στο ικρίωμα της μέρας επιμένω Άνθρωπος

  
Στο ικρίωμα της μέρας
                   επιμένω Άνθρωπος  

 1. Τις σκοτεινές νύχτες τα ερωτήματα λάμπουν
                                                     όσο και τ’ αστέρια
Εκεί στην ερημιά και την παγωμένη σιγαλιά,
ενίοτε οι ερωτήσεις λάμπουν περισσότερο
                                               απ’ τις απαντήσεις 
αφού κάθε ερώτηση και θαλερός καινοφανής

Εκεί στη παγωμένη ερημιά
                                  των μεγάλων αποστάσεων
η αλήθεια ποτέ δεν καταπίνεται αμάσητη
                      περνάει απ’ τη βάσανο του φόβου  
                  κι αλέθεται όπως οι κόκκοι του καφέ

Όμως είναι πολύ όμορφα απόψε τ’ αστέρια
κι η ομορφιά είναι ιαματική σε μικρές δόσεις
αλλά σε μεγάλες δόσεις, όπως ο πικρός καφές
              δεν σ’ αφήνει να κοιμηθείς τα βράδια

2. Έτσι αυτό το χαμόγελό σου που ξέχασε η πίκρα
καθώς κοιμήθηκες αποκαμωμένη
                        από τον κάματο της μέρας
                                                          Είναι ιαματικό
έτσι που μπήκες στ’ όνειρό μου όπως αερικό
όπως βαρκάκι με πανί σε ούριο άνεμο καβάλα

Ένα βαρκάκι που ξέχασε η καταιγίδα
κι ορθόπλωρο ταξιδεύει από αστέρι σε αστέρι
                             από καινοφανή σε καινοφανή

Τότε ακριβώς την ώρα που κοιμάσαι
                  ανθίζει στα χείλη σου ένα λουλούδι
και φυτρώνει στη γόνιμη νύχτα το δέντρο
                                                             της ελπίδας

Πως αλλιώς αφού ελπίδα είναι ο έρωτας
ελπίδα είναι και το χαμόγελό σου
                  που ταξιδεύει στο όνειρο
                                  όπως ορθόπλωρο βαρκάκι;

3. Στο παράθυρο η Σελήνη αγρυπνά
                        κι η νύχτα ασημένια ανατριχιάζει
ανάμεσα στα λευκά σεντόνια
                                 οι δυο μικρές πατούσες σου
            χάνουν το έδαφος και ψάχνουν ουρανό
Γι’ αυτό ο άγγελός σου απόψε
                                             δεν κρατάει ρομφαία
κρατάει ανθοδέσμη
              και σκορπάει στο στρώμα ροδοπέταλα

Στο παράθυρο σου η Σελήνη
                         μαζί με τον τζίτζικα αγρυπνούν
για να κρατούν στον βάτραχο «το ίσο»
Καθώς μες το σκοτάδι ο Γκιώνης
                                        διαλαλεί την ενοχή του

4. Όμως κάπου σε κάποια φωτεινά γραφεία
                   κάποιοι καρατομούν τα όνειρα μας
Όμως κάπου σε υπόγεια δωμάτια
                                              είναι βαρύς ο αέρας
Βλέπεις μυρίζει άσχημα το χνώτο
                                                   του πεινασμένου
Η Σελήνη όμως στο παράθυρό σου
επιμένει ν’ αγρυπνά
                       κι η σοφή κουκουβάγια σκεπτική
αφουγκράζεται την οδύνη των καιρών

Δεν πάει άλλο η ανοχή
Μια ομίχλη ανεβαίνει απ’ τη θάλασσα
                                            κι οι σκύλοι αλυχτάνε
Η νύχτα φεύγει
Στον απέναντι τοίχο μια προγονική κορνίζα
                                              μας κοιτάει αμήχανη
δεν αντέχει της ανατολής την ομορφιά
Ο ήλιος στο παράθυρο μας χαμογελάει

Πυροβάτης απόψε στη χόβολη των άστρων
Αναστενάρης απόψε
                                  σε βροχή από πεφταστέρια
βαδίζω γυμνός και ξυπόλυτος
με κομμένο τον ομφάλιο λώρο της μάνας γης
Μα ο ήλιος στο παράθυρο μας καλεί
                                    να κατεβούμε απ’ τ’ άστρα

Η νυχτερινή ομορφιά στο ικρίωμα της μέρας
                                                                    ξεψυχάει
Ωστόσο πάρε την μαζί σου
αφού στα μεγάλα γραφεία οι εξουσιαστές
                       καρατομούν τα όνειρα της νύχτας
Ως πότε;
Γέρασα να περιμένω μα περιμένω
                             επιμένοντας αντιεξουσιαστικά
Πως αλλιώς αφού θέλω να πεθάνω Άνθρωπος

Ευτυχώς τα όνειρα της νύχτας
                              τη μέρα ανατρέπουν εξουσίες
Γι αυτό επιμένω να ελπίζω και να ονειρεύομαι
Γι αυτό
         στο ικρίωμα της μέρας επιμένω Άνθρωπος

                                             Γιάννης Ποταμιάνος


Σάββατο 4 Ιουνίου 2016

Το δόκανο

  
Το δόκανο  

Ο χρόνος δόκανο έστησε
                            και πιάστηκε ο ίδιος
Ο χρόνος ο αυτόχειρας
                     που τρώει τα σωθικά του
Ρίχνει τα ζάρια συνεχώς
                       ώσπου να φέρει εξάρες
και όταν γυρίζει να τις δει
                         σαν στήλη μαρμαρώνει

Σαν συναντιούνται οι εραστές
                                και έσονται εις ένα
το χρόνο ανελέητα
                       σκοτώνει ο έρωτάς τους

Ο χρόνος ναρκισσεύεται
                         σ’ ένα καθρέφτη μέσα
Φοράει ρούχα καθαρά
                             το Σάββατο το βράδυ
κι όταν αρχίζει ο χορός
                               αρχίζει τις φιγούρες
χορεύοντας ζεϊμπέκικο
                          με ανοιχτές φτερούγες

Αόρατος σαν ποίηση
                              διαφανής σαν στίχος
Κλαίει με το σαξόφωνο
                             δακρύζει στο κλαρίνο
Σαν συναντιούνται οι εραστές
                                και έσονται εις ένα
Τα βρίσκει σκούρα στο φιλί
                        στον έρωτα, στη μνήμη

Ο χρόνος δόκανο έστησε  
                                 και πιάστηκε ο ίδιος
Μα ροκανάει το πόδι του
                                τ’ ατρόμητο κουνάβι
ξαναγυρεύει λευτεριά
                                 κι ανάπηρο ας είναι

Ξανά απ’ την αρχή:
Ο στίχος δόκανο έστησε  
                                 και πιάστηκε ο ίδιος
Μα τριγυρνάει ελεύθερος
                               κι ανάπηρος ας είναι
Δαγκώνει η γάτα το σκυλί
                                 και το σκυλί τη γάτα
Ώσπου να ‘ρθει τ’ αφεντικό
                          να δέσει τα λουριά τους

Και πάλι απ’ την αρχή:
Ο στίχος έστησε χορό
                               μα άχρονος του βγήκε
ή καλύτερα:
Ο στίχος βρήκε το ρυθμό
                                  μα άρρυθμος χορεύει
Ώσπου να ‘ρθει το λυκαυγές
                            και να χαθούνε τ’ άστρα

Αχ άρχισε να ξημερώνει!
Γι αυτό:
Μην κλαίς και μην οδύρεσαι
                                   όσο υπάρχει χρόνος
θα γράφονται ποιήματα
                        να τραγουδούν τ’ αηδόνια

Κι εγώ ο καλλικέλαδος
                               εφ’ όσον ποιώ υπάρχω
ή καλύτερα:
Εφ’ όσον καλλικέλαδος
                                      στιχοβολώ το χάρο

Επιτέλους ξημέρωσε ευτυχώς με ποίηση!


                                      Γιάννης Ποταμιάνος